υἱωνός

υἱωνός
υἱων-ός, ,
A grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. [full] υἱωνή, , J.BJ1.22.1; less [dialect] Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υἱωνός — grandson masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υιωνός — και ὑωνός και υἱωνεύς, έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ ωνός, χελ ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • υἱωνοῖο — υἱωνός grandson masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνοῖς — υἱωνός grandson masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνοῖσι — υἱωνός grandson masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνοῖσιν — υἱωνός grandson masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνοί — υἱωνός grandson masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνοῦ — υἱωνός grandson masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνούς — υἱωνός grandson masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνῷ — υἱωνός grandson masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱωνόν — υἱωνός grandson masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”